- μαθηματοπωλικός
- μαθηματοπωλικός, -ή, -όν (Α)1. αυτός που εμπορεύεται τις επιστήμες, αυτός που διδάσκει αντί χρημάτων («μαθηματοπωλικὸν γένος» — οι σοφιστές, Πλάτ.)2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μαθηματοπωλικήη αντί χρημάτων διδασκαλία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάθημα, -ατος + -πωλικός (< -πωλις < πωλῶ), πρβλ. αρτο-πωλικός].
Dictionary of Greek. 2013.